candid camera.

Η κάμερα είναι σταθερά τοποθετημένη σε ένα σημείο και κάθε 6 ώρες αλλάζει η κασέτα. Η κάμερα δείχνει ένα μπαλκόνι. Ένα μπαλκόνι σε έναν ακάλυπτο, με μια μπαλκονόπορτα, με κάτι κουρτίνες άσπρες μαύρες και καρό. Φαρδύ καρό.
Εκεί καθόμουν πάντα. Το ξέρω ότι εμένα δείχνει το μόνιτορ. Δεν κάθομαι γι’ αυτό όμως. Κάθομαι γιατί δεν θέλω τίποτα άλλο να κάνω. Επιλέγω να κάτσω εκεί. Προτιμώ από πολλά άλλα πράγματα να κάνω αυτό. Να κάθομαι εκεί. Εκεί νιώθω την ηρεμία που νιώθει κανείς όταν κοιτάει από ψηλά τα πράσινα λιβάδια.

Την κάμερα την είδα από καιρό ότι στέκει εκεί αλλά αν και είχα επιλογές, όπως και πριν εμφανιστεί αυτή είχα, δεν έφυγα από τη θέση μου. Νομίζω δεν μπορούσα κιόλας.
Δε μπορούσα να μετακινηθώ. Και τώρα ακόμα δεν μπορώ. Θέλω μερικές φορές να πάω να κάτσω σε άλλες θέσεις αλλά δεν μπορώ και ποτέ δεν τα καταφέρνω τις φορές π ου ειλικρινά προσπαθώ.

Όταν κάθομαι νιώθω να βαραίνω και σαν κέικ να φουσκώνω, αλλά να μην έχω την αλαφράδα του. Κάποιες μέρες ακόμα, νιώθω και να γερνάω, να ζαρώνω σαν τις ντομάτες στον ήλιο. Στον ακάλυπτο όμως δεν έχει ήλιο. Οπότε σκέτο γερνάω.

Περνάω πολλές μέρες εκεί. Και έχω ήδη περάσει μήνες εκεί. Και λέω να κάτσω κι άλλο. Θα περιμένω αρκετά ακόμα. Και μετά θα σηκωθώ. Θα κλείσω την κάμερα και θα συνεχίσω από εκεί που τα άφησα τα πράγματα. Όχι από εκεί με άφησαν εκείνα.
Γι’ αυτό έβαλα την κάμερα να με κοιτάει. Γιατί μόνο αυτή θα θυμάται.
Και θα θυμίζει και σε μένα. Πως πέρασα από τα 28 στα 50 απότομα.
Και όλα αυτά τα χρόνια στον ακάλυπτο.

Leave a comment